Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ελαφρός ύπνος 2) (

  • 1 ύπνος

    ο
    1) сон;

    βαρύς (ελαφρός, (τε)ταραγμένος) ύπν — крепкий (лёгкий, беспокойный) сон;

    στον ύπνο ( — или καθ' ύπνον — или καθ' ύπνους) — во сне;

    απ' τον ύπνο — со сна;

    παίρνω τον ύπνο — засыпать;

    πήρα έναν ύπνος — я немного соснул;

    με πήρε ο ύπνος — меня одолел сон, я заснул;

    δεν με πιάνει ( — или δεν μού μπαίνει, δεν μού κολλάει) ύπνος — я не могу заснуть, мне не спится, меня сон не берёт;

    σηκώνομαι απ' τον ύπνο — просыпаться, вставать;

    πηγαίνω γιά ύπνο — идти спать;

    2) сновидение, сон;

    § κοιμούμαι τον ύπνο τού δικαίου — спать сном праведника;

    κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο — спать вечным сном;

    είδα στον ύπνο μου — мне приснилось, я видел во сне;

    οΰτε στον ύπνο μου δεν το είδα ( — или δεν το περίμενα) — мне и во сне это не снилось;

    αυτά πού λέει τα είδε στον ύπνο του — всё, что он говорит, — плод его воображения;

    τον επιασα στον ύπνο — я застал его врасплох;

    ύπνον ελαφρόν! — спокойной ночи!;

    η αλεποβ στον ύπνο της πετειναράκια εθώρει — погов, лиса и во сне кур щиплет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ύπνος

  • 2 чуткий

    чуткий 1) λεπτός· \чуткий сон о ελαφρός ύπνος 2) (отзывчивый) ευαίσθητος, λεπτός
    * * *

    чу́ткий сон — ο ελαφρός ύπνος

    2) ( отзывчивый) ευαίσθητος, λεπτός

    Русско-греческий словарь > чуткий

  • 3 лёгкий

    επ., βρ: лёгок, легка, легко, легки κ. легки; легче, легчайший.
    1. ελαφρός•

    лёгкий чемодан ελαφρά βαλίτσα•

    лёгкий как перо ελαφρός σαν φτερό.

    || εύπεπτος•

    -ая пища ελαφρά τροφή.

    2. άνετος, ελεύθερος•

    -ая походка ελαφρό βάδισμα.

    3. εύκολος•

    лёгкий урок εύκολο μάθημα•

    -ая работа εύκολη δουλειά•

    -ие роды εύκολη γέννα.

    4. αδύνατος, ασήμαντος•

    лёгкий мороз ελαφρύ κρύο•

    лёгкий ветерок ελαφρό αεράκι•

    лёгкий туман αραιά ομίχλη.

    || λεπτός•

    -ая улыбка ελαφρό χαμόγελο.

    || μικρής έντασης, αδύνατος•

    -сон ελαφρός ύπνος.

    || μη δραστικός•

    -ое вино ελαφρό κρασί•

    лёгкий табак ελαφρός καπνός.

    || ακίνδυνος, μη σοβαρός•

    -ая простуда ελαφρό κρυολόγημα.

    5. επιφανειακός, επιπόλαιος, αβαθής, αναξιόλογος.
    6. βολικός, καλόβουλος•

    лёгкий человек βολικός άνθρωπος.

    7. μικρός, ευκίνητος•

    -ая артиллерия ελαφρό πυροβολικό•

    -ая кавалерия ελαφρό ιππικό.

    εκφρ.
    -ая промышленность ή индустрия – ελαφρά βιομηχανία•
    с -ой руки чьей – με το τυχερό χέρι κάποιου•
    - ая руки – ελαφρό χέρι (τυχερό)•
    лёгок (лёгкий) на ногу (ноги) – αλαφροπόδαρος (ακούραστος)•
    лёгок на помине – κατά φωνή κι ο γάιδαρος ή συν τη φωνή και ο Λάζαρος•
    -ое ή -о ли дело – (απλ.) δεν είναι παίξε-γέλασε•
    с -им паром – με υγεία σου (ευχή στον εξερχόμενο από το λουτρό του)•
    с -им сердцем – χωρίς πολύ σκέψη, άφοβα, με καθαρή την καρδιά ή τη συνεί-ση•
    женщина -го поведения – γυναίκα ελευθέρων ηθών (επιλήψημης διαγωγής).

    Большой русско-греческий словарь > лёгкий

  • 4 неглубокий

    επ., βρ: -бок, -бока, -боко
    1. αβαθής, ρηχός•

    -ая река αβαθής ποταμός•

    -ие корни αβαθείς ρίζες.

    2. επιφανειακός, επιπόλαιος•

    -ие знания επιπόλαιες γνώσεις.

    || ασήμαντος, αναξιόλογος. || επουσιώδης.
    3. ελαφρός•

    неглубокий сон ελαφρός ύπνος.

    Большой русско-греческий словарь > неглубокий

  • 5 забытье

    забытье
    с ἡ νάρκη, ὁ ἐλαφρός ὑπνος (дремота)! ἡ βύθιση, ὁ βύθος, ἡ λήθη (беспамятство):
    впадать в \забытье πέφτω σέ λήθη, λιποθυμώ.

    Русско-новогреческий словарь > забытье

  • 6 чуткий

    чу́т||кий
    прил
    1. (о слухе и т. п.) λεπτός:
    \чуткий сон ὁ ἐλαφρός ὑπνος· \чуткий слух ἡ λεπτή ἀκοή·
    2. перен (отзывчивый) εὐαίσθητος, λεπτός:
    \чуткийкое отношение ἡ φροντίδα.

    Русско-новогреческий словарь > чуткий

  • 7 тонкий

    επ., βρ: -нон, -нка, -нко; тоньше; тончайший.
    1. λεπτός, ψιλός, φτενός, λιανός•

    -ие нитки λεπτές κλωστές•

    тонкий слой λεπτό στρώμα•

    -ая ткань λεπτό ύφασμα.

    || αραιός, άπυ-κνος•

    тонкий туман αραιή ομίχλη.

    || μτφ. υψηλός, οξύς•

    тонкий голос λεπτή φωνή.

    2. μτφ. εύθραυστος• ευπαθής•

    тонкий механизм λεπτός μηχανισμός.

    || λεπτομερής, λεπτομερειακός•

    -ие знания οι λεπτομερείς γνώσεις•

    -ая критика λεπτή κριτική•

    тонкий анализ λεπτομερειακή ανάλυση.

    3. μτφ. δυσδιάκριτος, δυσπαρατήρητος•

    -ие оттенки красок λεπτές αποχρώσεις χρωμάτων• тонкийтонкийие различия λεπτές διακρίσεις•

    тонкий запах λίγη μυρουδιά•

    тонкий юмор λεπτό χιούμορ•

    тонкий намк λεπτός υπαινιγμός,

    4. μτφ. φίνος, ντελικάτος• σεμνοπρεπής,
    5. ευαίσθητος• οξύς•

    тонкий слух οξεία ακοή•

    -ое обоняние οξεία όσφρηση.

    6. μτφ. εύστροφος, οξύνους, σπιρτόζος.
    εκφρ.
    - ая кишка – το λεπτό έντερο•
    тонкий сон – ελαφρός ύπνος•
    тонкий яд – βραδυενεργό δηλητήριο.

    Большой русско-греческий словарь > тонкий

  • 8 чуткий

    επ., βρ: -ток, -тка, -тко; чутче.
    1. λεπτός, οξύς•

    -ое ухо λεπτό αυτί (οξεία ακοή)•

    чуткий нос οξεία όσφρηση•

    чуткий нюх οξεία όσφρηση•

    чуткий слух οξεία ακοή.

    2. (τεχ.) ευαίσθητος, πολύ λεπτός (για όργανα, συσκευές).
    3. πρόσχαρος• αβρός•

    чуткий подход λεπτός τρόπος (συμπεριφοράς).

    εκφρ.
    чуткий сон – ελαφρός ύπνος.

    Большой русско-греческий словарь > чуткий

  • 9 тихий

    тих||ий
    прил
    1. (негромкий) σιγανός, ἀθόρυβος:
    \тихий звук (стук) ὁ σιγανός ἡχος (χτύπημα)· \тихийие шаги τά ἀθόρυβα βήματα· \тихий смех τό ἀθόρυβο γέλιο· \тихийое журчание ручья τό σιγανό κελάρισμα τοῦ ρυακιοῦ· говорить \тихийим голосом (ό)μιλῶ μέ σιγανή φωνή, (ό)μιλῶ χαμηλο-φωνα·
    2. (безмолвный) σιωπηρός, σιωπι-λός, ήσυχος:
    \тихийая ночь ἡ ήσυχη νύχτα· \тихийая радость ἡ σιωπηλή χαρά· \тихийая грусть ἡ μελαγχολία·
    3. (спокойный) ήσυχος, ήρεμος/ γαλήνιος (о человеке):
    \тихийая улица ήσυχος δρόμος· \тихий нрав ήρεμος χαρακτήρας· \тихий сои ήσυχος ὑπνος·
    4. (легкий, не сильный) ἐλαφρός:
    \тихий ветерок τό ἐλαφρό ἀεράκι· \тихий шелест τό ἐλαφρό θρόισμα·
    5. (медленный) ἀργός, βραδύς:
    \тихий ход βραδυπορία, ἀργά· ◊ в \тихийом о́муте черти водятся погов. ἀπό σιγανό ποτάμι νά φοβάσαι.

    Русско-новогреческий словарь > тихий

  • 10 полусон

    -сна α. ύπνος ελαφρός, κλεφτούπνι•

    в -сн όντας μισοκοιμισμένος.

    Большой русско-греческий словарь > полусон

  • 11 тяжёлый

    επ., βρ: -жл, -жела, -жело.
    1. βαρύς•

    тяжёлый камень βαριά πέτρα•

    тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.

    || μεγάλος•

    -ые капли μεγάλες σταγόνες.

    || χοντρός•

    -ое платье βαρύ ένδυμα.

    || πυκνός•

    -ые тучи βαριά σύννεφα.

    || δύσπεπτος•

    -ая еда βαρύ φαγητό.

    2. (απλ.) έγκυος.
    3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).
    4. ηχηρός•

    -ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•

    -ая походка βαρύ βάδισμα.

    || άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.
    5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•

    -ая работа βαριά δουλειά•

    -ые роды δύσκολος τοκετός•

    тяжёлый год δύσκολος χρόνος•

    -ая жизнь η δύσκολη ζωή•

    -ая дорога δύσκολος δρόμος•

    тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•

    -ое дыхание δύσκολη αναπνοή•

    -ые условия δύσκολες συνθήκες.

    || δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•

    тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.

    || μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•

    -ые налоги βαριοί φόροι•

    сон βαρύς ύπνος•

    тяжёлый удар γερό χτύπημα•

    -ое горе μεγάλη στενοχώρια•

    тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.

    || αυστηρός• σκληρός•

    -ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).

    || σοβαρός, επικίνδυνος•

    -ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•

    -ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).

    6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•

    -ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•

    -ые мысли σκοτεινές σκέψεις•

    -ое известие θλιβερή είδηση.

    || σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.
    8. ογκώδης•

    -ые танки βαριά άρματα μάχης•

    -ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.

    εκφρ.
    - ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•
    тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•
    - ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•
    тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•
    -ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•
    - ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•
    тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•
    - ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•
    тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•
    тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•
    с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος.

    Большой русско-греческий словарь > тяжёлый

См. также в других словарях:

  • ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… …   Dictionary of Greek

  • λαγοκοίμημα — το ελαφρός ύπνος …   Dictionary of Greek

  • κλεφτοΰπνι — το ύπνος ελαφρός και μικρής διάρκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεφτός + ύπνι (< ύπνος), πρβλ. πρωτο ΰπνι] …   Dictionary of Greek

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»